- υδροροσάτον
- τὸ, ΜΑτο ροδόσταμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ροσᾶτον (< λατ. rosatum «ροδωτός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδροροσᾶτον — rose water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροροσάτου — ὑδροροσά̱του , ὑδροροσᾶτον rose water neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροροσάτῳ — ὑδροροσά̱τῳ , ὑδροροσᾶτον rose water neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)